μήτρων — μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, ωνος, ὁ (Α) μήτρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού μήτρως* (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)] … Dictionary of Greek
μήτρων — masc nom/voc sg μήτρως maternal uncle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρωνος — μήτρων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρωσιν — μήτρων masc dat pl μήτρω̆σιν , μήτρως maternal uncle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτυπία — η τεχνολ. μέθοδος κατασκευής τυπογραφικών μητρών με τη γαλβανοπλαστική μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotyping < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + typing (πρβλ. τυπια < τυπος < τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek
τυποποιία — η, Ν [τυποποιός] η τέχνη τού τυποποιού, η κατασκευή μητρών για την αναπαραγωγή τών ομοιωμάτων ενός πρωτοτύπου … Dictionary of Greek
τυποποιός — ο, Ν κατασκευαστής μητρών, καλουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + ποιός] … Dictionary of Greek